- κονδύλωμα
- το, -ατος1. σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, πρήξιμο.2. στα φυτά, ρόζος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κονδύλωμα — knob neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδύλωμα — το (Α κονδύλωμα) όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι… … Dictionary of Greek
κονδυλωμάτων — κονδύλωμα knob neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώμασι — κονδύλωμα knob neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώμασιν — κονδύλωμα knob neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώματα — κονδύλωμα knob neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώματι — κονδύλωμα knob neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλώματος — κονδύλωμα knob neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονδυλωματώδης — ες [κονδύλωμα] 1. όμοιος με κονδύλωμα 2. γεμάτος κονδυλώματα … Dictionary of Greek
κονδύλωσις — κονδύλωσις, ἡ (Α) [κόνδυλος] κονδύλωμα, εξόγκωμα … Dictionary of Greek